- καλλίκομος
- καλλῐκομος, -ον1 with lovely hair
Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι N. 10.10
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106
καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι N. 10.10
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καλλίκομος — beautifulhaired masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίκομος — η, ο (Α καλλίκομος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό… … Dictionary of Greek
καλλικόμοιο — καλλίκομος beautifulhaired masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικόμοις — καλλίκομος beautifulhaired masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικόμοισι — καλλίκομος beautifulhaired masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικόμοισιν — καλλίκομος beautifulhaired masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικόμου — καλλίκομος beautifulhaired masc/fem gen sg καλλικόμας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικόμους — καλλίκομος beautifulhaired masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικόμων — καλλίκομος beautifulhaired masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικόμῳ — καλλίκομος beautifulhaired masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίκομοι — καλλίκομος beautifulhaired masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)